- Πρασσοφαγος
- ΠρασσοφάγοςΠρασσο-φάγος(φᾰ) ὅ Прассофаг, «Порееед» (имя лягушки) Batr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πρασσοφάγος — ὁ, Α (κωμ. προσωνυμία στη Βατραχομυομαχία τού Αριστοφάνους) αυτός που τρώει πράσα, πρασοφαγάς … Dictionary of Greek